- ευθυ-
- (ΑΜ εὐθυ-) α' συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ- το α' συνθετικό δηλώνει τις σημασίεςα) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος»)β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος»)γ) εύκολος, γρήγορος («εὐθυφλόγιστος»).ΣΥΝΘ. ευθυβόλος / ευθύβολος, ευθύγραμμος, ευθύδρομος, ευθυτενήςαρχ.ευθυγενής, ευθυγλυκεία, ευθύγλωσσος, ευθύγνωμος, ευθυγραμματίζω, ευθυδήμων, ευθυδίκαιος, ευθυέντερος, ευθυεπής, ευθυεργής, ευθυθάνατος, ευθύθριξ, ευθύκαυλος, ευθύληπτος, ευθυλόγος, ευθύλυτος, ευθυμάχος, ευθυμελγής, ευθυμετρία, ευθυμήκης, ευθύνομος, ευθυόνειρος, ευθύορον, ευθύπαστος, ευθυπλοκία, ευθύπλους, ευθύπνους, ευθύπορος, ευθύ(ρ)ρινος, ευθυρρημονώ, ευθυρρήμων, ευθύρριζος, ευθυσκόλιος, ευθύστομος, ευθύτοκος, ευθύτονος, ευθύτορνος, ευθυτράχηλος, ευθυτρεχής, ευθύτρητος, ευθύτριχος, ευθύτρυπος, ευθυφερής, ευθύφλοιος, ευθύχαλκος, ευθυώνυξ, ευθύωροςαρχ.-μσν.ευθύτομοςμσν.ευθύβλαστος, ευθυέλεγκτος, ευθύζωμος, ευθύρρους, ευθυφλόγιστοςμσν.- νεοελλ.ευθύφρωννεοελλ.ευθυαγωγός, ευθύανθος, ευθυκοκκυγικός, ευθυκρισία, ευθυκυστικός, ευθυμητρικός, ευθύφορος].
Dictionary of Greek. 2013.